- λαβρώνιον
- λαβρώνιονlarge wide cupneut nom/voc/acc sgλαβρώνιοςlarge wide cupmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαβρώνιον — λαβρώνιον, τὸ, και λαβρώνιος, ὁ (AM) είδος μεγάλου και πλατιού περσικού ποτηριού που είχε μεγάλες λαβές στολισμένες με ανάγλυφα ή και με πολύτιμους λίθους («ἔνδον ἔστ , ἄνδρες ποτηρίδια..., τραγέλαφοι, λαβρώνια», Μεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει… … Dictionary of Greek
λαβρωνίου — λαβρώνιον large wide cup neut gen sg λαβρώνιος large wide cup masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβρώνια — λαβρώνιον large wide cup neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβρωνία — λαβρωνία, ἡ (AM) [λαβρώνιον] το λαβρώνιον* … Dictionary of Greek
BATIACA — Graece Βατιάκη, item Βατιάκιον, inter pocula memoratur Diphilo et Philem oni apud Athen. l. 11. Ex aere Persico vel Indico fuit, de quo sic in Mirabilibus Philosophus: Φασὶ δὲ καὶ εν Ι᾿νδοῖς τὸν χαλκὸν οὕτως εἶναι λαμτρὸν καὶ καθαρὸν καὶ ἀνίωτον … Hofmann J. Lexicon universale
λαβρόιον — λαβρόϊον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λαβρώνιον» … Dictionary of Greek
λαβρόνιον — λαβρόνιον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λαβρώνιον» … Dictionary of Greek
λαβρώνιος — λαβρώνιος, ὁ (AM) βλ. λαβρώνιον … Dictionary of Greek